γυμναστικῆς

γυμναστικῆς
γυμναστικός
fond of athletic exercises
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσάφης, Ιωάννης — (Αθήνα 1873 – 1932). Έλληνας γυμναστής. Σπούδασε μαθηματικά και ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη σχολή γυμναστών, υπηρέτησε ως καθηγητής γυμναστικής και το 1899 πήγε με υποτροφία για σπουδές γυμναστικής στην Ελβετία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, από… …   Dictionary of Greek

  • αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Λευκαδίτης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1872 – 1944). Γυμναστής, αθλητής της ενόργανης γυμναστικής και ιδρυτής του ελληνικού προσκοπισμού. Υπήρξε από τους πρώτους σπουδαστές της Γυμναστικής Σχολής, η οποία ιδρύθηκε το 1897, διευθυντής του γυμναστηρίου του Πανελληνίου Γυμναστικού …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των …   Dictionary of Greek

  • Πάγων, Γεώργιος — (1806 – ;). Ο πρώτος Έλληνας που δίδαξε γυμναστική στην Ελλάδα. Σπούδασε γυμναστική στο Μόναχο και δίδαξε γυμναστική στο διδασκαλείο της Αίγινας. Έγραψε Περίληψι της γυμναστικής (1837) και Επιτομή εκ της περιλήψεως της γυμναστικής (1855) …   Dictionary of Greek

  • Φωκιανός, Ιωάννης — (1845 – 1896). Γυμναστής. Το 1868 διορίστηκε διευθυντής του Δημόσιου Γυμναστηρίου και, αργότερα, δίδαξε γυμναστική και στο Ελληνικό διδασκαλείο του Συλλόγου προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, στη Θεσσαλονίκη. Το 1879 διορίστηκε διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”